συγκαθεζόμενοι

συγκαθεζόμενοι
συγκαθέζομαι
sit down together
pres part mid masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συγκαθέζομαι — Α 1. κάθομαι μαζί με άλλον («ὦ γενναῑοι παῑδές τε καὶ γέροντες, δημηγορεῑτε συγκαθεζόμενοι», Πλάτ.) 2. (για σωματείο ή σύλλογο) συνεδριάζω 3. μαζεύομαι, ζαρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καθέζομαι «κάθομαι, καταλαμβάνω προεδρική έδρα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”